- μεταγωγέας
- Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς.
Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί, για παράδειγμα, να αποσυνδέσει ένα όργανο μέτρησης από ένα κύκλωμα και να το παρεμβάλλει σε ένα άλλο· μπορεί να αλλάζει τη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος που προέρχεται από μια γραμμή Α, είτε σε μια γραμμή Β είτε σε μια γραμμή Γ· μπορεί να αναστρέφει τη φορά περιστροφής ενός ηλεκτροκινητήρα, αντιστρέφοντας τους ακροδέκτες του στη σύνθεση των αγωγών που τον τροφοδοτούν με ηλεκτρική ενέργεια (στην περίπτωση αυτή ο μ. ονομάζεται αναστροφικός).
Ο μ. χρησιμοποιείται συνήθως στις οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, καθώς και στις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις για να σβήνει ή να ανάβει τις ίδιες λάμπες από διαφορετικά σημεία.
Χρήση μ. γίνεται ακόμη σε οικιακές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις για την εύκολη αλλαγή της περιστροφής ηλεκτρικών κινητήρων, παραδείγματος χάριν σε πλυντήρια, ανελκυστήρες κ.α.
Ο χειρισμός των μ. μπορεί να γίνεται είτε τοπικά (με το χέρι), είτε από απόσταση (τηλεμεταγωγείς) με έναν ηλεκτρομαγνήτη. Ένα παράδειγμα τηλεμεταγωγέων με πολύπλοκη διάρθρωση υπάρχει στα τηλεφωνικά κέντρα, όπου χρησιμοποιούνται για να συνδέουν τις τηλεφωνικές συσκευές μεταξύ των συνδρομητών.
Με το όνομα μ. υποδηλώνεται ακόμα και ο συλλέκτης, με τις σχετικές ψήκτρες των δυναμό και γενικά των ηλεκτρικών μηχανών συνεχούς ρεύματος. Αυτός αποτελείται από ένα σύνολο χάλκινων ελασμάτων μονωμένων μεταξύ τους και από το σώμα της μηχανής με ακτινική διάταξη, έτσι ώστε να σχηματίζουν έναν κοίλο κύλινδρο. Τα ελάσματα συνδέονται με τάξη, το καθένα με το τέλος ενός τμήματος και με την αρχή του επόμενου τμήματος της περιέλιξης του ρότορα της μηχανής. Το σύνολο των μ. (συλλέκτης - ψήκτρες) έχει ως αποστολή να κατευθύνει προς την ίδια διεύθυνση τα εξ επαγωγής ρεύματα, τα οποία στους αγωγούς της περιέλιξης του ρότορα έχουν αντίθετες διευθύνσεις, ανάλογα με το αν ο αγωγός περνά από τον βόρειο ή τον νότιο πόλο της περιέλιξης του στάτορα, δηλαδή του σταθερού μέρους της μηχανής. Αυτή ακριβώς η λειτουργία ονομάζεται μεταλλαγή.
* * *ο (ΑM μεταγωγεύς, -έως)μεταγωγός, μεταφορέας, αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν τόπο σε άλλο ή από μια κατάσταση σε άλληαρχ.ονομασία επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀγωγεύς (< ἀγωγός), πρβλ. εξ-αγωγεύς, προ-αγωγεύς. Ο νεοελλ. τ. μεταγωγέας κατά τα αρσ. σε -ας].
Dictionary of Greek. 2013.